-
1 blessure
τραύμα -
2 poranění
τραύμα -
3 zranění
τραύμα -
4 rana
τραύμα -
5 травма
-ы θ.τραύμα•травма брюшины κοιλιακό τραύμα•
травма черепа κρανιακό τραύμα•
производственная травма τραύμα στην παραγωγή.
|| νευρικός κλονισμός, πλήγωμα•душевная травма ψυχικό τραύμα.
-
6 рана
-ы θ.1. πληγή, τραύμα, λαβωματιά•сквозная рана διαμπερές τραύμα•
смертельная -θανάσιμο (θανατηφόρο) τραύμα•
глубокая βαθιά πληγή•
огнестрельная рана τραύμα από πυροβόλο όπλο•
рана зажила η πληγή έθρεψε•
перевязать -у δένω την πληγή•
резаная рана η κοψιά•
колотая рана μαχαιριά, σουβλησιά, νύξη.
2. μτφ. άλγος, πόνος, οδύνη•рана в душе η ψυχική οδύνη.
-
7 рана
ра́н||аж ἡ πληγή, τό τραύμα, ἡ λαβω-ματιά:открытая \рана ἡ ἀνοιχτή πληγή, τό ἀνοιχτό τραῦμα· колотая \рана τραύμα μέ αἰχμηρό ὅργανο[ν]· огнестрельная \рана ἡ λαβωματιά· перевязывать \ранаы (έπι)δένω τίς πληγές· бередить ста́рые \ранаы перен σκαλίζω παληές πληγές. -
8 повреждение
повреждение с 1) (травма) το τραύμα, η βλάβη· получить \повреждение παθαίνω βλάβη 2) (машины и т. п.) η βλάβη* * *с1) ( травма) το τραύμα,η βλάβηполучи́ть поврежде́ние — παθαίνω βλάβη
2) (машины и т. п.) η βλάβη -
9 рана
-
10 ранение
ранениес1. (действие) ὁ τραυματισμός, τό πλήγωμα·2. (рана) ἡ πληγή, τό τραῦμα, τό λάβωμα:тяжелое \ранение τό βαρύ τραῦμα· сквозное \ранение τό διαμπερές τραῦ-μα. -
11 нож
-а α.μαχαίρι, μάχαιρα•нож для хлеба ψωμομάχαιρο•
нож для бумаги χαρτοκοπτήρας ή χαρτοκόφτης, χαρτομάχαιρο, φυλλοκόφτης•
мясорубки μαχαίρι κρεατομηχανής•
перочинный нож γλυφίδα, κονδυλομάχαιρο•
столовый επιτραπέζιο μαχαίρι•
нож для мяса κρεοκόπτης, σατίρι•
удар -ом μαχαιριά•
плужный нож μαχαίρι (σπάθη) του αρότρου•
сапожный нож φαλτσέτα•
кухонный нож μαχαίρι μάγειριού.
εκφρ.нож острый – μαχαιριά (ψυχικό τραύμα)•быть на -ах – είμαι στα μαχαίρια (μισούμαστε θανατερά)•лечь под нож – ξαπλώνω για το νυστέρι (για εγχείριση)•как -ом по сердцу – σαν μαχαιριά στην καρδιά (βαρύ ψυχικό τραύμα)•под -ом умереть – πεθαίνω πάνω στην εγχείριση. -
12 Wound
subs.P. and V. τραῦμα, τό, ἕλκος, τό (Plat., Alci. I. 115B).met. P. and V. τραῦμα, τό, V. ἕλκος, τό.Blow: P. and V. πληγή, ἡ, V. πλῆγμα, τό.Scar: P. and V. οὐλή, ἡ. V. σήμαντρον, τό.Without a wound, adj.: P. and V. ἄτρωτος (Plat.).Nor do blazoned devices deal wounds: V. οὐδʼ ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα (Æsch., Theb. 398).Who faces the swift wound of the spear: V. ὃς... ἀντιδέρκεται δορὸς ταχεῖαν ἄλοκα (Eur., H. F. 163).——————v. trans.P. and V. τιτρώσκειν, τραυματίζειν, P. κατατραυματίζειν, V. ἑλκοῦν, οὐτάσαι ( 1st aor. of οὐτάζειν).Wounded: use also V. οὐτασμένος.Wounded in the back: V. νῶτον χαραχθείς (Eur. Rhes. 73).Scarred: V. ἐσφραγισμένος (Eur., I. T. 1372).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wound
-
13 поражение
1. (разгром противника) η ήττα 2. (повреждение, нанесённое оружием) το χτύπημα, το τραύμα 3. (повреждение, болезненное изменение в ткани, органе и т.п.) η προσβολή, η βλάβη 4. (напр. цели) η προσβολή (π.χ. του στόχου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поражение
-
14 рана
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рана
-
15 травма
мед. το τραύμαη κάκωση, родовая - του τοκετούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > травма
-
16 травматолог
мед. о τραυματολόγοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > травматолог
-
17 ушиб
η κάκωση, το τραύμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ушиб
-
18 пулевой
пулев||ойприл τής σφαίρας:\пулевойа́я рана τραύμα ἀπό σφαίρα. -
19 сквозной
сквоз||нойприл (проходящий насквозь) διαμπερής:\сквознойной проход ἡ διάβαση, τό πέρασμα· \сквознойна́я рана τό διαμπερές τραύμα· \сквознойно́й ветер см. сквозняк. -
20 injury
plural - injuries; noun ((an instance of) harm or damage: Badly designed chairs can cause injury to the spine; The motorcyclist received severe injuries in the crash.) τραύμα/βλάβη,ζημιά
См. также в других словарях:
τραῦμα — wound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
τραύμα — το, ατος 1. βλάβη του σώματος από εξωτερική βία, πληγή, λαβωματιά. 2. τραυματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τραῦμ' — τραῦμα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυμάτων — τραῦμα wound neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμασι — τραῦμα wound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύμασιν — τραῦμα wound neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματι — τραῦμα wound neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραύματος — τραῦμα wound neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρωμάτων — τραῦμα wound neut gen pl (doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)